Πανθομολογούμενα πλέον η μόνη λύση για τη σωτηρία της Ευρώπης είναι περισσότερη Ευρώπη. Τραπεζική Ένωση ζητά η Ισπανία, Πολιτική το Βερολίνο, Ευρω-ομόλογα ο Νότος, έλεγχο στα δημοσιονομικά όλων των κρατών ο Βορράς. Από την αρχή της κρίσης με δηλώσεις τους τόσο ο Φαν Ρομπέι, όσο και ο Μπαρόζο, ο Τρισέ και τόσοι άλλοι ευρωπαίοι αξιωματούχοι αλλά και πολιτικοί στα κράτη μέλη υποδεικνύουν ως μόνη λύση την μεγαλύτερη ενοποίηση.
Αναρωτιέται κανείς: Δεν είναι οι ίδιοι πολιτικοί αυτοί που δέκα μόλις χρόνια πριν απέρριπταν τέτοιες λύσεις; Δεν είναι οι ίδιοι ακριβώς άνθρωποι που δημιούργησαν το κοινό νόμισμα χωρίς την απαραίτητη ενιαία οικονομική διακυβέρνηση; Με την απόρριψη του Ευρωσυντάγματος δεν ήταν που οι λαοί της Ευρώπης είπαν όχι σε μια πορεία προς την Ομοσπονδία; Και πολύ περισσότερο: Είναι δυνατόν την εποχή της έξαρσης των εθνικισμών –σε Βορρά και Νότο- η λύση να είναι μεγαλύτερη ενοποίηση;
Δυστυχώς οι ορθές λύσεις είναι στην πολιτική όπως στην ιατρική: όσο αρνείσαι την πρόληψη τόσο περισσότερο υποφέρεις στη θεραπεία. Και συχνά οι ορθές λύσεις είναι μονόδρομος. Γι αυτό και ό,τι δημοκρατικά η Ευρώπη απέρριπτε εδώ και χρόνια επιστρέφει για να επιβληθεί από τις «αγορές» και την οικονομική κρίση ως μόνη διέξοδος. Και όσα αποτελούσαν «φαντασιώσεις κάποιων ονειροπαρμένων ευρωπαϊστών» σήμερα γίνονται κοινή έκκληση σχεδόν όλων των Ευρωπαίων ηγετών.
Στην πραγματικότητα αυτό που πληρώνουμε σήμερα δεν είναι η ατασθαλία του Νότου ή η χαλαρή επιτήρηση του Βορρά. Είναι η άρνησή μας να αποφασίσουμε ποια Ευρώπη θέλουμε. Και το αναπάντητο ερώτημα επιστρέφει σα το φάντασμα που ζητά να λυτρωθεί.
Κάποιοι νομίζουν ότι θα το ξορκίσουν με το φανατισμό. Με εθνικιστικές κορώνες, λαϊκιστικές εξάρσεις και ψευτο-παλικαρισμούς. Και καταφέρνουν είναι αλήθεια να παρασύρουν πολλούς στην ουτοπία τους. Δεν έχει σημασία. Απλά ξοδεύουν χρόνο και δυνάμεις που δεν έχουμε.
Στην πραγματικότητα η Ευρώπη έχει πάψει από χρόνια να είναι εθνική. Δεν είναι ομοσπονδία βέβαια, αλλά τα εθνικά κράτη με την κλασσική τους μορφή έχουν πάψει να υφίστανται και επισήμως από το 2002. Όμως αυτό δε το είπε κανείς στους πολίτες, εξ ου και τα φαντάσματα.
Τελικά σήμερα δεν είναι η ώρα των αποφάσεων. Είναι η ώρα της συνειδητοποίησης. Η ώρα να καταλάβουμε ότι πίσω απλά δεν υπάρχει. Και τώρα πια ούτε και στασιμότητα μπορεί να δικαιολογηθεί. Η Ευρώπη είτε θα καταρρεύσει, είτε –με το γνωστό νωχελικό της ρυθμό- θα προχωρήσει μπροστά, θα δημιουργήσει τους θεσμούς εκείνους που θα στηρίξουν το οικοδόμημα σε στέρεες επιτέλους βάσεις και θα αντικρύσει με μεγαλύτερη ειλικρίνεια τον εαυτό της, όπως είναι μετά από 60 κοντά χρόνια κοινής πορείας.
Για την πορεία της Ευρώπης, της Ευρωπαϊκής Ένωσης πιο σωστά –και το λέω σήμερα, μεσούσης της κρίσης και με την Ισπανία να κλυδωνίζεται- νιώθω πιο σίγουρος από ποτέ. (Για την Ελλάδα καθόλου, αλλά αυτό θα αποτελέσει θέμα επόμενου σημειώματος). Πάντα οι δυσκολίες και οι εκβιασμοί την βοηθούσαν να κάνει τα βήματα που άφηνε μετέωρα.
Όμως η μεγάλη μου απογοήτευση είναι για τις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις, εκείνες που αγωνίστηκαν για περισσότερη Ευρώπη στα 60 αυτά χρόνια. Είναι μεγάλη ειρωνεία, αλλά εκείνες είναι οι μεγάλες χαμένες . Απέτυχαν τόσα χρόνια να εξηγήσουν στους πολίτες την αναγκαιότητα της Ένωσης. Και τώρα αυτή επιβάλλεται σχεδόν εκβιαστικά από τα διλήμματα της εποχής. Κα γίνεται έτσι ακόμα πιο αντιπαθής, ακόμα πιο απωθητική για τους πολίτες. Που αναζητούν διέξοδο σε λύσεις παλιές, γνωστές –σα τα μαντζούνια, για να γυρίσω στο ιατρικό παράδειγμα. Λύσεις ωστόσο καθόλου αποτελεσματικές. Οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν άδικο γιατί πολύ νωρίς είχαν δίκιο. Αλλά δεν κατάφεραν να πείσουν για αυτό.
Η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση γίνεται σήμερα, συμβαίνει μπροστά μας. Όσοι μπορούν να διαβάσουν πίσω από τις γραμμές θα το δουν. Όπως η πρώτη της φάση συνέβαινε όταν ακόμα ο πόλεμος μαίνονταν στην Ευρώπη, πίσω στο 1945. Δυστυχώς όμως η δημοκρατία στην Ευρώπη αργεί ακόμα. Οι πολίτες χάσαμε την ευκαιρία να διαμορφώσουμε την Ένωση όπως θα θέλαμε εμείς, από τη βάση προς τα πάνω. Τώρα μας επιβάλλεται και μπορούμε μόνο να περιμένουμε –όταν θα βρεθεί και πάλι σ απάνεμο μέρος- να βελτιώσουμε το μοντέλο που θα έχει αποφασιστεί.
Δύσκολο το συναίσθημα αυτό για έναν φεντεραλιστή